ἀναμίξεως

ἀναμίξεως
ἀναμίξεω̆ς , ἀνάμιξις
mingling
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακάτωση — η (Μ ἀνακάτωση) 1. τάση για εμετό 2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή 3. φιλονικία, ραδιουργία 4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων τής φύσεως, μεταβολή τού καιρού προς το χειρότερο 5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα… …   Dictionary of Greek

  • ευκερασία — εὐκερασία, ἡ (Α) [ευκέραστος] 1. πάπ. η ευκρασία*, η κατάσταση τής σύμμετρης αναμίξεως και συγκερασμού αντιθέτων στοιχείων 2. ο μετριοπαθής βίος, η μετρημένη ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”